Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Το τάξιμον
Το τάξιμον
Το τάξιμον
Ebook227 pages3 hours

Το τάξιμον

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview

About this ebook

Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης είναι διηγηματογράφος της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Τα διηγήματά του ανήκουν στον χώρο της ηθογραφίας και διαπνέονται από θρησκευτικότητα και φυσιολατρεία.

LanguageΕλληνικά
Release dateJan 3, 2013
ISBN9781301901562
Το τάξιμον

Related to Το τάξιμον

Related ebooks

Reviews for Το τάξιμον

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Το τάξιμον - Αλέξανδρος Μωραϊτίδης

    ΜΕΡΟΣ 1

    Α

    ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ, σήμερον, ἀποσυρόμενα ἀπὸ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ἀναρριχῶνται ὡς κοπάδιον λευκῶν ἀμνάδων ἐπὶ τοῦ κρημνοῦ τῆς Ἀκροπόλεως τὰ Ἀναφιώτικα, ἐκεῖ, πρὸς τὴν βορείαν τοῦ ὑμνουμένου βράχου κλιτύν, ὅπου καθηλωμένος ἐπὶ ριζιμαίας πέτρας ἵσταται βυζαντινὸς ναΐσκος, βωβός, ἠρημωμένος, μὲ τὸν κυλινδρικὸν θόλον του, ἐκ πορίνου λίθου, ὡς σωρὸς χώματος τῶν ἀνασκαφῶν, ἐκεῖ, ἄνω ταπεινῶν οἰκίσκων καὶ νεοκτισμένων μανδρῶν, ἀνοίγεται τόπος εὐρύς, οἰκόπεδον ἔρημον, ἐν ᾧ ἀμυδρῶς δείκνυται ἀκόμη ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἐκλιπούσης οἰκοδομῆς ἴχνη, τῆς ὁποίας τὰ θεμέλια πρὸ καιροῦ ἀνέσκαψεν ἡ Ἀρχαιολογικὴ Ἑταιρία. Τὰ ἀνασκαλευθέντα χώματα πάλιν ἐρρίφθησαν εἰς τοὺς χάνδακας, τοὺς ὁποίους τὴν μὲν ἄνοιξιν σκεπάζει βαθεῖα πόα χαμαιμήλων καὶ κνίδης, τὸ δὲ θέρος χαίνουσιν ἀνοικτοὶ πληρούμενοι λιθαρίων, καταφερομένων ἀπὸ τῶν σαθρῶν τοῦ Κάστρου τειχῶν.

    Ἐν τῷ οἰκοπέδω τούτῳ, ὅπερ περιῆλθεν, ὡς φαίνεται, εἰς τὴν κατοχὴν τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρίας, ἀπέμεινεν ἀνέπαφον, ἢ κατόπιν ἐκτίσθη, οἰκοδόμημά τι μικρόν, βωμοειδὲς ὡς μνῆμα, ξύλινον σταυρὸν φέρον εἰς τὴν κορυφήν του. Ἀπό τινος δὲ συρματοπλέκτου θυρίδος βλέπει τις ἐντὸς παμπάλαιον εἰκόνισμα, φωτιζόμενον ὑπὸ ὑαλίνης κανδήλας, ἥτις φέγγει ἐκεῖ μέσα καὶ ἡμέραν καὶ νύκτα, ὡς εἰς τὰ μνήματα τῶν χωρίων.

    Ἐδῶ εἰς τὴν ὑψηλὴν καὶ περίοπτον αὐτὴν τοποθεσίαν, ἠγείρετο ἄλλοτε –πρὸ ἡμίσεος καὶ πλέον αἰῶνος– μέγα ἀρχοντόσπιτο, τοῦ κὺρ-Λάμπρου τὸ σπίτι, κραταιοῦ ἄρχοντος τοῦ τόπου, πολλάκις χρηματίσαντος ἐπὶ τῆς πρώτης βασιλείας βουλευτοῦ, καὶ δίς, νομίζω, ὑπουργοῦ. Λιθόστρωτος κλιμακωτὴ ὁδός, ἔφερεν ἀπὸ τοὺς Ἀέρηδες κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὴν αὔλειον τοῦ οἴκου, μὲ τὸ βαρὺ σιδηροῦν ρόπτρον της, ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ φυλλώματος, καὶ μὲ μίαν ἀρχαίαν ἠκρωτηριασμένην κεφαλήν, ἐμπεπηγμένην ἐν μέσῳ τοῦ ἀετώματος.

    Δὲν ἦτο τόσον ἀκάθαρτος τότε ἡ συνοικία αὕτη, κατοικία νῦν πλυντριῶν καὶ τρώγλη ἐπαιτῶν. Ἀπετέλει, πρὸς τὰ κάτω μάλιστα, τὸ ἀρχοντικώτερον τῶν Ἀθηνῶν μέρος, ἀφ’ οὗ, καταβαίνων τις τὴν λιθόστρωτον κλιμακωτὴν ὁδόν, εὑρίσκετο, μετ’ ὀλίγον ἐν μέσῳ τῆς τύρβης καὶ τοῦ κόσμου τῆς φεσοφορούσης ἀγορᾶς καὶ τῆς λαμποκοπούσης ἀπὸ τῆς λευκῆς φουστανέλλας «Ὡραίας Ἑλλάδος». Καθαραὶ καὶ λευκαὶ οἰκίαι ἐστόλιζον τότε τὴν συνοικίαν ἀπὸ τῆς ὁποίας σήμερον ὁλονὲν ἀποσύρεται ἡ Πρωτεύουσα μὲ ὅλον τὸν κόσμον της καὶ τὸν πολυτάραχον βίον, ὡς νὰ μὴ θέλῃ νὰ ἐνοχλήσῃ τὴν ἱερὰν τοῦ θείου χώματος σιγήν.

    Ἑσπέραν τινὰ φθινοπωρινὴν ἐφεγγοβόλει, ἀπὸ τοῦ ἀφθόνου φωτισμοῦ, ὡς παμμέγιστον φανάριον ὑψηλὰ ἐκεῖ, ὁ ἀρχοντικὸς τῆς κυρὰ-Λάμπραινας οἶκος.

    Εἶχεν ἀποθάνει πρὸ χρόνων ὁ κὺρ-Λάμπρος, ὁ καλὸς ἐκεῖνος γέρων, μὲ τὰ μαῦρα ευρωπαϊκὰ ροῦχά του, τὸ μαῦρο ὑψηλὸ καπέλλο του, καὶ τῂς ἄσπραις-ἄσπραις φαβορίταις του· ὁ δὲ οἶκός του ἐπωνομάζετο πλέον ἀπὸ τῆς συζύγου του, τῆς κυρὰ-Λάμπραινας, ἥτις ἦτο ἐξακουστὴ καθ’ ὅλον τὸ ἄστυ, διὰ τὴν νεάζουσαν ἀκόμη καλλονήν της, μὲ ὅλα τὰ πενῆντα χρόνια της. Ἄσπρη, μέσ’ ς’ τὰ κατάμαυρα ἡ ὑψηλὴ ἀρχόντισσα, εὐτραφὲς ἔχουσα τὸ ἁπαλὸν πρόσωπον, ὑπερηφάνως ἔφερε τὴν μακρὰν τοῦ πένθους καλύπτραν, ἐρριμμένην ὀπίσω, ὥστε νὰ φαίνηται ἡ μαύρη καὶ παχεῖα πλεξίδα της, περὶ τὸν κεφαλόδεσμον, ὡς στέφανος, κλίνουσα ὀλίγον πρὸς τὰ δεξιά, ἐπὶ τὸ νεανικώτερον, καὶ ἀφίνουσα, κατωτέρω, καταφανῆ τὴν ὑαλιστερὴν ὡς δέρμα ὄφεως κόμην της, εὔμορφα κτενισμένην, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ἐγγὺς τῶν ὤτων, εἰς δύο τοξοειδεῖς ἐπιφανείας.

    — Γεραμὸ δὲν ἔχει!

    Ἐθαύμαζον οἱ κουρεῖς τῆς «Ὡραίας Ἑλλάδος», ὅταν τὴν ἔβλεπον, καὶ τὴν ἔβλεπον σπανιώτατα, νὰ διέρχηται διὰ τῆς ἀγορᾶς, ὑπερηφάνως ἄγουσα τὸ πένθος της ἡ φιλόκοσμος χήρα, εἴτε ἐφ’ ἁμάξης εἴτε πεζῇ, ἀφίνουσα τότε νὰ καταπίπτῃ ἀπὸ τῶν νώτων πένθιμον, βαρὺ σάλιον, εἰς τριγωνικὴν ἄκραν ὀπίσω ἀπολῆγον, ἐπὶ τοῦ στήθους, διὰ χρυσοκορύφου ἀστεροειδοῦς κομβωμένον καρφίδος.

    Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ κὺρ-Λάμπρου αἱ εὐρεῖαι τοῦ ἀρχοντικοῦ οἴκου αἴθουσαι εἶχον κλεισθῇ. Τὰ παράθυρα μάλιστα τοῦ ἐπάνω πατώματος ἦσαν κατάκλειστα καὶ ἡμέραν καὶ νύκτα, καὶ εἶχον φυτρώσει μανιτάρια εἰς τὰ πλαίσιά των. Τὸ βαρὺ τῆς αὐλείου ρόπτρον ἐσίγα πλέον, σπανίως κρουόμενον, καὶ ἡ πολυάσχολος ὑπηρεσία τοῦ οἴκου, μὴ προφθάνουσα νὰ περιποιῆται ἄλλοτε τόσον κόσμον, καὶ μάλιστα ἀπαιτητικὸν κόσμον, ὁποῖος εἶνε ὁ πολιτικὸς ὀχλόκοσμος, ἡσύχαζε πλέον, ὡς νὰ ἐπένθει καὶ αὐτὴ τὸν ἐκλιπόντα οἰκοδεσπότην, περιορισθεῖσα μόνον εἰς τὸν ἀρχαῖον τοῦ κὺρ-Λάμπρου κλητῆρα μὲ τὴν στολὴν τοῦ ἀπομάχου τῆς χωροφυλακῆς, καὶ μίαν σουφρωμένην καὶ χωλὴν μαγείρισσαν, ἐρείπια παρελθούσης δόξης. Ὁ κόσμος ὁ κόλαξ διεσκορπίσθη, μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πολιτικοῦ, ὡς διασκορπίζονται, μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, οἱ κόρακες.

    Διὰ τοῦτο ἡ ἀπροσδόκητος φωταψία τοῦ σιωπηλοῦ οἴκου, τὴν νύκτα ἐκείνην, ἔγεινεν ἀφορμὴ ποικίλων φημῶν ἐν τῇ συνοικίᾳ. Εἶχον συνηθίσει οἱ γείτονες, τόσα ἔτη τώρα, εἰς τὸν ἀμειδῆ καὶ πένθιμον ἐκεῖνον ὄγκον. Καὶ ἂν διέβαινον πρὸ αὐτοῦ, ἐκοντοστέκοντο, ὅταν κατὰ τύχην ἠνοίγετο ἡ αὔλειος, νὰ ἴδουν τὴν ἐσωτέραν αὐλήν, σκοτεινὴν καὶ πένθιμον, ἐν μέσῳ τῆς ὁποίας γηραιὰ πλάτανος, μὲ λοξοὺς καὶ ἀκόμψους κλώνους, σκιερωτέραν καθίστα τὴν μαύρην τοῦ οἴκου σιωπήν.

    — Ἡ κυρὰ-Λάμπραινα θὰ παντρεύγῃ, ὡς φαίνεται, τὸν ὑγιό της! ἀνέκραξε τέλος μία γειτόνισσα, ἐν μέσῳ τῶν ἔξωθεν συνηθροισμένων γυναικαρίων, ἅτινα μὲ λυτὰς μανδήλας ἔχαινον πρὸς τὸν ἄπλετον τοῦ μεγάρου φωτισμόν.

    — Καλὰ λές, παιδάτσι μου, προσέθηκε τότε καὶ γραῖά τις, εἰς γνησίαν ἀθηναϊκὴν προφοράν, ζαρωμένην ὡς γλαύξ, εἰς τὸ κατώφλιον τοῦ οἰκίσκου της.

    Ἂς ἀναφθῶσιν εἰς νεοπλούτου μέγαρον λυχνίαι καὶ φανοὶ καὶ πολυέλαιοι, μὲ κρύσταλλα παμποίκιλα καὶ μὲ χρυσοὺς στολισμούς. Ἂς σταθῶσιν ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὰ μέγαρά των ἀναρίθμητοι ἅμαξαι ἐν ὄχλῳ καὶ βοῇ καὶ ἀλαλαγμῷ μαστίγων καὶ ἵππων καὶ ἁμαξηλατῶν. Ἂς ἀναβαίνωσι τὰς μαρμαρίνους κλίμακας ὑπὸ τὴν γλυκεῖαν τῶν φωτοσφαιρῶν λάμψιν γυναῖκες καὶ κόραι μὲ γυμνὰς ὠμοπλάτας καὶ μὲ κύκνων λαιμούς. Οὐδὲν τὸ ἔκτακτον. Οἱ πλούσιοι διασκεδάζουσι, λέγεις, καὶ παρέρχεσαι. Πλὴν ἄλλο αἴσθημα κρατεῖ τὸν κόσμον ἔξω τοῦ οἴκου πολιτευομένου. Ἡ χιὼν ἁπλοῦται λευκή, ὡς σινδών, κάτω εἰς τὴν πλατεῖαν καὶ εἰς τὴν πλάτην σου, καὶ ὅμως ἀναμένεις νὰ μάθῃς, τί ἀπεφασίσθη εἰς τὸ συμβούλιον τοῦ κόμματος, ποῖος θὰ γείνῃ πρόεδρος τῆς βουλῆς, ἢ πότε θὰ φέρουν ζήτημα ἐμπιστοσύνης...

    Ὤ! Ἀπὸ τότε εἶχον νὰ εἶδον οἱ γείτονες φῶτα εἰς τοῦ κὺρ-Λάμπρου τὸ σπίτι, ὅτε ὁ οἶκος φεγγοβολῶν ἐδέχετο, ἀφ’ ἑσπέρας μέχρι τῆς αὐγῆς, κόσμον.

    — Τί νὰ κάμουμεν; ἔλεγε τότε, προσποιουμένη τάχα ὅτι κουράζεται, ἡ ἀκούραστος δέσποινα. Ἀποβραδὺς ἔρχονται οἱ βουλευταί, τὰ μεσάνυκτα οἱ ὑπουργοί, καὶ ὅταν τελειώσῃ τὸ θέατρον, οἱ γραμματεῖς τοῦ ὑπουργείου.

    Ὤ! Ἀπὸ τότε εἶχον νὰ ἴδουν οἱ γείτονες φῶτα εἰς τοῦ κὺρ-Λάμπρου τὸ σπίτι!...

    Διὰ τοῦτο συνήχθησαν πολλοὶ κάτω, κ’ ἔβλεπον, ὡς πρὸς ὑποδοχὴν παλαιοῦ ταξειδιώτου. Ὅσον κι ἂν ἀπεῖχεν ὁ θάνατος τοῦ κὺρ-Λάμπρου ἀπὸ τῆς νυκτὸς αὐτῆς, οἱ γείτονες, οι πλέον παλαιοί, τὸν ἐφαντάσθησαν ζῶντα, μὲ τὴν μαύρην εὐρωπαϊκὴν ἐνδυμασίαν του, τὸν ὑψηλὸν πῖλόν του καὶ τῂς ἄσπραις-ἄσπραις φαβορίταις του. Ἐσάστισαν. Ἐνόμισαν, οἱ φανταστικώτεροι, ὅτι τὸν εἶδον νὰ ἐμβαίνῃ μέσα, ὅταν ἀντήχησεν ὁ ζωηρὸς κώδων τῆς αὐλείου, χαρούμενος, ὡς νὰ ἐγελοῦσεν ἄνθρωπος. Τινὲς εἶπον ὅτι ἤκουσαν μάλιστα καὶ τὴν φωνήν του, καθαρὰν καὶ εὔηχον.

    — Σὲ καλό σου, κιουρὰ-Λάμπραινα! ἐψιθύρισεν ἡ γραῖα ἐκείνη, μὲ τὴν ἀθηναϊκὴν προφοράν της. ’Σὰν τὸν κὺρ-Λάμπρο, μοῦ φάνητσε, παιδάτσι μου. Μὲ τὸ καπέλλο του, μὲ τὸ μπαστοῦνί του, μὲ τὰ γένεια του! Σὲ καλό σου, κιουρὰ-Λάμπραινα!

    Οὕτως, ὅταν, μετὰ πολλὰ χρόνια, ἴδωμεν, ἐν μέσῳ τῆς ἐρήμου, αἴφνης, ἐν πανηγύρει, ἐστολισμένον τὸ ἔρημον ἐξωκλήσιον τῆς πατρίδος μας, καὶ ὀσφρανθῶμεν τοὺς δροσεροὺς βασιλικούς, τοὺς στολίζοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, κ’ ἐλλαμφθῶμεν ἀπὸ τὸ φέγγος τῶν κηρίων, τῶν καταυγαζόντων τὸν ἐρημικὸν τῆς πατρίδος μας ναΐσκον, τὸν πανηγυρίζοντα εἰς τὴν σιωπηλὴν ἐκείνην ἐξοχήν... Ὤ! Πόσον ὀπίσω μεταγόμεθα μὲ τὴν γοργὴν φαντασίαν μας, ἥτις ποτὲ δὲν γηράσκει. Μᾶς φαίνεται, ὅτι βλέπομεν τὸν σεβάσμιον τῆς ἐνορίας μας ἱερέα, μὲ τὴν πανηγυρικὴν φωνήν του καὶ τὴν λευκὴν γενειάδα του, ὅστις ὅμως πρὸ χρόνων ἀναπαύεται εἰς τὸ πτωχικὸν τοῦ χωρίου μας νεκροταφεῖον. Καὶ βλέπομεν, ἰδού, τοὺς ψάλτας, τοὺς μὴ ὑπάρχοντας πλέον εἰς τὴν ζωήν. Ὤ! Τοὺς ἀκούομεν, μὲ ὅλα τὰ προτερήματα καὶ μὲ ὅλα τὰ ἐλαττώματά των, τὰ ὁποῖα, πόσον μᾶς θέλγουσι τώρα! Οἴμοι! Καὶ βλέπομεν, ναί, ὡς ἐνώπιον μαγικοῦ καθρέπτου, αὐτὸν τὸν ἑαυτός μας, παιδίον ἀγένειον, μὲ τὴν ἄφροντιν ἐκείνην ξανθὴν νεότητα! Ὤ! Καὶ νομίζομεν πῶς κανοναρχοῦμεν ἀκόμα τοῦ προὔχοντος καὶ ψάλτου, ὅστις ἦτο ἕνας ἀπὸ τὴν δωδεκάδα, τοῦ κὺρ-Ἀναγνώστη, μὲ τὴν τρεμουλιαστὴν φωνὴν καὶ τὰ τρεμουλιαστὰ χέρια, εἰς τὸν πανηγυρίζοντα ἐρημικὸν τῆς πατρίδος μας ναΐσκον.

    Ὢ φαντασία ἀνερμήνευτος! Πῶς ζωοποιεῖς τοὺς νεκρούς!...

    Τὴν χαλικόστρωτον αὐλὴν φωτίζουσι μεγάλοι φανοί, κρεμάμενοι ἀπὸ τῶν λοξῶν κλώνων τῆς πλατάνου. Τοὺς φανοὺς τούτους ἐζήτησεν, ἀπὸ τῆς προχθὲς ἀκόμη, παρὰ τῆς ἀστυνομίας, ὁ πιστὸς ἀπόμαχος, ὁ κλητὴρ τοῦ μακαρίτου, ὅστις ἐφόρεσε σήμερον τὴν καινουργῆ βαυαρικὴν στολήν του, γαλάζιαν μὲ κόκκινα σειρίτια. Καὶ λαμποκοποῦσαν αἱ πρὸς τοὺς τοίχους πρασιαὶ τῶν ἀνθέων καὶ αἱ ἄλλαι, ὠοειδεῖς ἢ στρογγύλαι, περὶ τὴν ρίζαν τῆς πλατάνου, καὶ στίλβουσι τὰ ἐν αὐταῖς ἀνθύλλια, προκύπτοντα ἐν τῇ νυκτί, διὰ μέσου τῶν σκοτεινῶν φύλλων, στιλπνὰ ματάκια ποικιλόχρωμα ὑπάρξεων μυστικῶν, θεωμένων τὰ φῶτα, λαμπυρίζοντα χρωματιστὰ λιθάρια, ρωμαϊκῶν χρόνων ψηφιδώματα, τοῦ πλακοστρώματος τῆς αὐλῆς περίτεχνος καὶ ἀρχαιοπρεπὴς στολισμός.

    Πλὴν ἐπάνω εἰς τὸ πρῶτον πάτωμα, εἰς τὴν μεγάλην αἴθουσαν τῆς ὑποδοχῆς, εἶναι τὰ ἀφθονώτερα φῶτα. Τῆς αἰθούσης ταύτης τὰ μεγάλα παράθυρα τώρα, πρώτην φορὰν ἀπὸ ἐτῶν, ἀνεῴχθησαν, ἀφοῦ ἐκαθαρίσθησαν τὰ γεισώματά των ἀπὸ τὰ φθοροποιὰ μανιτάρια, τὰ ὁποῖα καταδιώκουσι τὸν ἔρημον οἶκον ὡς οἱ σκώληκες τὸ πτῶμα.

    — Τὤλεγεν ἡ κυρὰ-Λάμπραινα, διελέγοντο κάτω τὰ γυναικάρια μὲ ἀνοικτὰ τὰ μάτια καὶ πλέον ἀνοικτὰ τὰ στόματα. Τὤλεγε πάντοτε ἡ κυρὰ-Λάμπραινα. Τὸ σπίτι μου θὰ τὸ ἀνοίξω μόνον εἰς τοὺς γάμους τοῦ παιδιοῦ μου.

    Καὶ τῳόντι, τὸ εἶχεν εἴπει καὶ τὸ ἔλεγεν ἡ φιλόκοσμος χήρα, θωπεύουσα ἕνα χλωμὸν καὶ ξανθὸν ἔφηβον, μ’ εὔμορφα καὶ συμπαθῆ χαρακτηριστικά, δι’ ὃν μόνον ἔζη, δι’ ὃν μόνον ἐπράϋνεν ὅσον ἠδύνατο τῆς ψυχῆς της τὸ πένθος.

    — Στοὺς γάμους σου, Χρηστάκη μου, θὰ βγάλω πλειὰ τὰ μαῦρα, καὶ θ’ ἀνοίξω πλειὰ γιὰ πάντα, τὸ σπίτι μου, νἀμπῇ ἡ χαρά, νἀμπῇ ἡ νύμφη μου ἡ ὤμορφη, τὸ ἄγνωστον παιδί μου, ποῦ θὰ τ’ ἀγαπῶ σἂν κι’ ἐσένα...

    Καὶ ὁ χλωμὸς καὶ ξανθὸς ἔφηβος, σιωπηλός, κατεβίβαζε τοὺς ὀφθαλμούς του ὑπὸ τὴν χρυσὴν ἀγγελικὴν κόμην του, κ’ ἐβάφοντο αἱ χλωμαί του παρειαὶ μὲ τῆς ἐντροπαλῆς παρθενίας τὰ πορφυρὰ χρώματα. Καὶ ἐνόμιζες τότε πῶς ἔβλεπες τὸν ἀρχάγγελον Γαβριὴλ μὲ τὸν λευκὸν κρίνον εἰς τὴν δεξιάν του!...

    Εὐρεῖα, λευκή, μὲ χρυσὰ τετράγωνα φατνώματα, φωτίζεται ἡ αἴθουσα ἐπάνω λαμπρῶς διὰ μεγάλου πολυελαίου, κρεμαμένου ἐν μέσῳ, καὶ ἄλλων πολυφώτων, ἐγκαρσίως ἐμπεπηγμένων εἰς τὰς πλευράς. Παράθυρα μεγάλα, καὶ θύρα ἐξώστου, πρὸς τὴν βορείαν πλευράν, εἶνε ἀνοικτὰ πέρα-πέρα, καὶ διὰ πολυτελῶν μὲ χρυσοὺς κροσοὺς παραπετασμάτων, τριγωνικῶς διανοιγομένων, εἰσέρχεται ὁ νυκτερινὸς ἀπόγειος τοῦ φθινοπώρου, ὑγρὸς ἀπὸ τῶν νοτίων ἀνέμων. Ἕδραι καὶ ἀνάκλιντρα διὰ χρυσῶν πορφυροχρόων στρώσεων πάντα ὑπεστρωμένα, κεῖνται εἰς τὰς γωνίας καὶ τὰς πλευρὰς ἐν τάξει· καὶ μέγα παρέκει κλειδοκύμβαλον ὡς ἔπιπλον πλοίου βαρύ, κ’ ἐπ’ αὐτοῦ ἀνθοδόχαι κομψαὶ δύο μὲ δροσερὰ ἄνθη. Κ’ ἐν μέσῳ πάλιν, μεγάλη ὠοειδὴς τράπεζα, πορφυροῦν φέρουσα καὶ αὐτὴ ἐπικάλυμμα, μὲ κροσσωτὴν χρυσῆν παρυφὴν γύρω.

    Εἰς τοὺς τοίχους κρέμανται δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καθρέπται τῆς Βενετίας δύο μεγάλοι μὲ χρυσόπαστα πλαίσια, ἀρχαῖοι, ἀρχοντικοί, ὡς εἰς τῆς Ὕδρας τοὺς παλαιοὺς οἴκους, καὶ δύο μόνον εἰκόνες κατέναντι ἀλλήλων παριστῶσιν ὀρθίους τοὺς πρώτους τῆς Ἑλλάδος βασιλεῖς μὲ τὰς ὡραίας ἐνδυμασίας των.

    Ὁ γάμος φαίνεται θὰ τελεσθῇ μετὰ μεγάλης πομπῆς, κατ’ ἀπαίτησιν τῆς κυρὰ-Λάμπραινας, ἥτις μετὰ θορύβου θέλει νὰ ἐγκαινίσῃ τὴν ἐν τῷ κόσμῳ πάλιν ἐμφάνισίν της, τόσα ἔτη τώρα ἀπὸ τῆς χειρίας της γενομένη ἄφαντος ἀπὸ τὰς συναναστροφάς, ἐν αἷς ἐπρωταγωνίστει ἄλλοτε διὰ τῆς καλλονῆς καὶ τῆς ἀριστοκρατικῆς εὐπρεπείας της.

    — Νὰ μιὰ φορὰ ἀρχόντισσα! ἔλεγεν ἡ βασίλισσα, ὅταν τὴν ἔβλεπεν εἰς τοὺς χορούς.

    Ἤδη προσέρχονται οἱ κεκλημένοι, συγγενεῖς καὶ οἰκεῖοι. Καὶ πολλοὶ βουλευταὶ μὲ ἀέρα περιφέρονται, ὡς ἐν ἰδικῇ των αἰθούσῃ. Νομίζεις καὶ δὲν ἔλειψαν ἔκτοτε, κεκρυμμένοι ὑπὸ τὰς ἀνατιναχθείσας ἀράχνας τῶν γωνιῶν καὶ τῶν ἐπίπλων. Καί τις ὑπασπιστὴς τοῦ βασιλέως, ὠχρὸς καὶ ὑψηλός, ἐπιδεικτικῶς περιφέρει γύρω τὴν μακρὰν φουστανέλλαν του καὶ τὴν κυρτὴν ἀσημένιαν του πάλλαν, βαρέως βαδίζων, ἀπὸ τὸν πολὺν χρυσὸν καὶ ἄργυρον τῆς κεντητῆς του φέρμελης.

    Ὁ γέρων ἀπόμαχος, μὲ τὴν καινουργῆ γαλάζιαν στολήν του τρέχων εἰς τοὺς διαδρόμους, πολυάσχολος, ἀνεβοκατεβαίνων τὰς κλίμακας, καὶ ὁδηγῶν τοὺς προσερχομένους, προφθάνει κάτω καὶ εἰς τὴν αὐλήν, ὅπου κατακτητικῶς εἰσέδυσαν ἱκανὰ τῆς γειτονιᾶς παιδία ἄκλητοι τοῦ γάμου θεαταί.

    — Τὰ λουλούδια, παιδιά, τὰ λουλούδια!

    Παρακαλεῖ προσηνῶς ὁ γέρω-Γιάννης, φοβούμενος μὴ τσαλαπατήσουν τὰ παιδιὰ τὰ εὔμορφα τῆς αὐλῆς ἄνθη.

    Ἐνίοτε προχωρεῖ καὶ μέχρι τῆς αὐλόπορτας καὶ ἵσταται τότε ἐκεῖ, πρὸ τῶν συνηγμένων γειτονισσῶν, καὶ καμαρώνει μόνος ἑαυτόν, ὁ γέρων, προβάλλων τὸ στῆθός του μὲ τ’ ἀπαστράπτοντα τῆς στολῆς κομβία καὶ στρίφων τὸν χιονώδη μύστακά του, ἔμπλεως χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως, διὰ τὴν ἑτοιμαζομένην εὐτυχίαν τοῦ ἀρχαίου οἴκου.

    — Ποιὸς μᾶς ἔχει τώρα!

    Ἐτόλμησε νὰ τῷ ἀποτείνῃ γειτόνισσά τις τὸν λόγον.

    — Ἀμ’ πῶς γιά!

    Ἀπήντησεν ὁ γέρων ἀπόμαχος καὶ ἔστριψε μιὰ τὸν μύστακά του.

    — Θὰ χορέψῃς κιόλας, γέρω-Γιάννη μὲ τὴν Κρίνα;

    Ἐπανηρώτησεν ἡ αὐτὴ φλύαρος γειτόνισσα.

    — Ἀμ’ πῶς γιά!

    Ἀπήντησε πάλιν ὁ γέρων Κωνσταντινουπολίτης· καὶ ἐξανάστρηψε τὸν λευκὸν μύστακά του, ἐνῷ τὴν στιγμὴν ἐκείνην διήρχετο ὄπισθέν του ἡ Κρίνα, ἡ χωλὴ μαγείρισσα, φοροῦσα ποδῆρες μεταξωτὸν φόρεμα, ὑπὸ τὸ ὁποῖον ἐθάρρει πῶς ἔκρυπτε τὴν χωλότητά της.

    — Νά, γέρω-Γιάννη, ἡ Κρίνα ἄρχισε καὶ χορεύει ἀπὸ τώρα.

    Εἶπε πάλιν ἡ αὐτὴ γειτόνισσα, μειδιῶσα πρὸς τὴν ὑποσκάζουσαν μαγείρισσαν.

    Ὅλαι αἱ συνηγμέναι ἐκεῖναι ἐγέλασαν, ἐγέλασε καὶ ὁ γέρω-Γιάννης, ἐνῷ ἡ πτωχὴ Κρίνα ἔγεινεν ἄφαντος, ὑπὸ τὸ μακρὺ μεταξωτὸν φόρεμά της, χωρὶς ἐν τούτοις νὰ δυνηθῇ ν’ ἀποκρύψῃ τὸ σωματικόν της ἐλάττωμα, τὸ ὁποῖον διαμαρτυρηθὲν ἀπὸ τοῦ βάθους τῆς αὐλῆς ἐξεφώνησε:

    — Τ’ς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ ὅσαις δὲν ἔχουν δουλειά!...

    Ἡ αἴθουσα μετ’ ὀλίγον ἐπληρώθη κόσμου, ἐκλεκτοῦ κόσμου, κόσμου

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1