Discover millions of ebooks, audiobooks, and so much more with a free trial

Only $11.99/month after trial. Cancel anytime.

Ιστορία της Ρωμιοσύνης
Πρώτος τόμος
Ιστορία της Ρωμιοσύνης
Πρώτος τόμος
Ιστορία της Ρωμιοσύνης
Πρώτος τόμος
Ebook548 pages6 hours

Ιστορία της Ρωμιοσύνης Πρώτος τόμος

Rating: 0 out of 5 stars

()

Read preview
LanguageΕλληνικά
Release dateNov 25, 2013
Ιστορία της Ρωμιοσύνης
Πρώτος τόμος

Read more from Argyris Eftaliotis

Related to Ιστορία της Ρωμιοσύνης Πρώτος τόμος

Related ebooks

Reviews for Ιστορία της Ρωμιοσύνης Πρώτος τόμος

Rating: 0 out of 5 stars
0 ratings

0 ratings0 reviews

What did you think?

Tap to rate

Review must be at least 10 words

    Book preview

    Ιστορία της Ρωμιοσύνης Πρώτος τόμος - Argyris Eftaliotis

    The Project Gutenberg EBook of Romiosini's History, by Argyris Eftaliotis

    This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included with this eBook or online at www.gutenberg.org

    Title: Romiosini's History Volume A

    Author: Argyris Eftaliotis

    Release Date: May 2, 2010 [EBook #32215]

    Language: Greek

    *** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ROMIOSINI'S HISTORY ***

    Produced by Sophia Canoni

    Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic, otherwise the spelling of the book has not been changed. Bold words have been included in &. Words in italics have been included in _. Footnotes have been converted to endnotes. The table of typing mistakes has been included at the end of the book. While I started incorporating it in the text (e.g. Γόθοι to Γότθοι and all the derivatives of these words), I stopped as I think that the columns of 'right' and 'wrong' are mixed.

    Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους χαρκτήρες περικλείονται σε &. Λέξεις με πλάγιους χαρακτήρες σε _. Υποσημειώσεις στο τέλος των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Ενώ άρχισα να διορθώνω το κείμενο σύφωνα με τον Πίνακα των παροραμάτων (πχ. αλλάζοντας το Γόθοι με Γότθοι σε όλα τα παράγωγα των λέξεων), σταμάτησα φοβούμενη ότι οι κολόνες του ΄σωστού' και του 'λάθους' έχουν μπερδευτεί.

    ΑΡΓΥΡΗ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ Π Ρ Ω Τ Ο Σ Τ Ο Μ Ο Σ

    ΑΘΗΝΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΣΤΙΑ» Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ 1901

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ

    Αγαπητέ μου Ψυχάρη,

    Σαν καταστάλαξε ο τόπος μας από τη φουρτούνα που τον πλάκωσε τώρα και τρία χρόνια, όρεξη δε μούμνησκε μήτε για στίχους μήτε για παραμύθια. Αμαρτία μάλιστα μου φαινότανε, να πονή ακόμα το έθνος από τέτοια φοβερή συφορά και μεις να το νανουρίζουμε με τραγούδια, αντίς να μελετούμε το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να γίνη για να μην ξανακυλήση σε παρόμοια ταπείνωση· αμαρτία να παίζουμε με τη φαντασία, αντίς να δουλεύουμε με το νου. Σα να μην το ψυχολόγησα και πολύ καλά θα μου πης, αυτό. Σα να ταλησμόνησα πως η δουλειά, καθώς δε γίνεται με ταξίνι και με ταλέτρι μονάχα, έτσι και με τη συλλογή και με τη μελέτη μονάχα δε γίνεται, παρά και με τη φαντασία και με το στίχο. Μα μου φάνηκε τότες — πώς να σου το πω; — πως το πρόσωπό μας δεν είταν ακόμα για τα στολίδια της τέχνης· πως το σύστημά μας ζητούσε τονικό για να δυναμώση, ο νους μας Ιστορία για να μελετήση και να νοιώση το τι είταν, τι είναι, και τι μπορεί να ξαναγίνη το Έθνος.

    Κ' έτσι παραιτώ μέτρα και στίχους, και καταπιάνουμαι δουλειά που μήτε την ονειρευούμουν άλλοτε· την «Ιστορία της Ρωμιοσύνης»! Μ' ανάλαφρη καρδιά την αρχίνησα, και μήτε υποψιάστηκα, δυο χρόνια απονύχτερες μελέτες, και πάλε μήτ' ένας σωστός τόμος να μη βγη, εκεί που μήτε πέντε δε σώνουνε!

    Θα με ρωτήξης τώρα — Και γιατί σου τα λέγω αυτά; Να σου το ξηγήσω. Ο καθαυτό λόγος είναι που θέλω να σου την αφιερώσω αυτή την Ιστορία. Κι αυτός ο λόγος πάλε στηλώνεται σε μερικούς άλλους, κι ορίστε δυο. Ένας λόγος, που σου αξίζει, ας είναι και τέτοιο φτωχικό αφιέρωμα· σου αξίζει, γιατί μας πέταξες την μπόμπα της Αλήθειας στη μέση. Ξέσπασε, ανάλαμψε, διασκορπίστηκε, χτύπησε, τσάκισε, χάλασε. Φόβο να χαλάση τίποτα βαριότιμο δεν είχε. Μα κι όσα τέτοια είχε, λες και σαν ταστροπελέκι γνώριζε το τι ναγγίξη και τι να μην αγγίξη. Μπρούντζους, τενεκέδες, λιθάρια, σβάρνα τα πήρε· ως τόσο το φαρφουρί δεν το πείραξε.

    Και πώς μπορούσε να τα βλάψη τα πολύτιμα μας εθνικά φυλαχτήρια η Επανάσταση εκείνη, αφού από τα φυλλοκάρδια μας την έβγαλες την κοσμοχαλάστρα την Αλήθεια! Πιο άταχτο και πιο άμαθο πράμα δεν άκουσα παρά να τη λεν τη ρωμαίικη γλώσσα &Ψυχάρικη&. Ίσως τιμή για λόγου σου τούτο, για το Έθνος όμως όχι, αφού στο Έθνος ανήκει η γλώσσα, αφού είναι η μόνη του γλώσσα. Αιώνες κ' αιώνες την είχαμε μέσα στην καρδιά μας κι απάνω στα χείλη μας, κι αρνιούμαστε να τη δείξουμε στο χαρτί. Μας έφερε αυτή η άρνητα φοβερά δεινά, που καιρός τους δεν είναι να ειπωθούνε δω πέρα. Αυτή μας τη χωριατωσύνη, αυτή την πρόστυχη, την αφύσικη ντροπή μας για το μεγαλήτερό μας Εθνικό χτήμα σηκώθηκες ολομόναχος και τη βάρεσες κατακέφαλα. Γιγαντένια δουλειά, κι ως τόσο πρώτος την πήρες στα χέρια σου με τέχνη και μ' επιστήμη.

    Είναι λοιπό να σε σεβαστή άνθρωπος και να σ' αγαπήση, που άνοιξες τις καρδιές μας και μας περέχυσες με το ρωμαίικο το φως. Κι όσοι από τα μας δουλεύουμε στο μεγάλο σου δρόμο απάνω, με τι άλλο να σου φανερώσουμε την αγάπη μας και το σεβασμό μας παρά με τα όσα λάτρεψες κι ονειρεύτηκες, μ' έργα ρωμαίικα, αδύναμα θα πης κι αλλοίμονα βλαστάρια ακόμα, μα ποτισμένα νερό κρυμμένο μέσα στο βράχο που μας τονέ ράγισες με τη Μωσαΐκή σου τη ράβδο.

    Ο άλλος ο λόγος είναι που δίχως τη δική σου την παρακίνηση σαν πρωτοβγήκα στ' ατέλειωτο αυτό μονοπάτι, και μ' έπιασε ίλιγγας τηρώντας ομπρός μου ανήφορο με θεόρατους γκρεμνούς και με βαθιές καταβόθρες, δίχως τα θαρρετικά σου τα λόγια δε θάφτανα μήτε ως τον πρώτον αυτό σταθμό. Α θαξιωθούν το φως κ' οι άλλοι οι τόμοι ένας Θεός το ξέρει. Αυτός όμως, ο γραμμένος ο τόμος, που δεν μπορεί πια να ξεγίνη, είναι δικός σου. Δικαίωμα του να στολιστή με τόνομά σου.

    Και τώρα να ξανάρθουμε στο προκείμενο.

    Το προκείμενο είναι η κατάσταση που έγινε αφορμή αυτής της Ιστορίας. Πάει να πη, το κεφάλι μας, το σκαρί μας, ο χαρακτήρας μας.

    Το είχα στο νου μου να καταστρώσω εδώ τα πιο ευκολόπιαστα σημάδια του Ρωμαίικου του χαρακτήρα, κι όχι με σκοπό για να γίνεται ομιλία, μα πάντα με την αρχική την ιδέα πως πρέπει όλο να τα λέμε, όλο να τα ξετάζουμε τα δικά μας, και καλά κι αχαμνά, ώσπου να μάθουμε το τι να φυλάγουμε και τι να πετούμε, μην τύχη και ξαναφανούμε καμιάν ώρα στον κόσμο και βρεθούμε πάλε σαν πρώτ' ανετοίμαστοι. Ξεφύτρωσε όμως άξαφνα ομπρός μου αναπάντεχη δυσκολία: Η αμηχανία που πιάνει τον άνθρωπο όταν κοιτώντας μες στον καθρέφτη θέλη να ιστορήση του προσώπου του τα σημάδια! Μάλλους λόγους, σωστός Ρωμιός κι ο ιστορητής, μ' όλα ίσως τα Ρωμαίικα ψεγάδια, χωρίς τουλάχιστο και μ' όλα ίσως τα ρωμαίικα παινέδια. Τέτοια ανάλυση, για νάβγη αλάθευτη, πρέπει να την κάμη ή επιστημονικός νους ή βαθιοστόχαστος ξένος· και μην όντας μήτε τόνα μήτε τάλλο, αναγκάστηκα να παραιτηθώ και να περιοριστώ σε μερικά γενικά σημειώματα, που σου τα προσφέρνω τώρα κι αυτά με την ελπίδα πως θα ταποδείξη κατόπι κ' η Ιστορία.

    Αν υπάρχει ξένος που έννοιωσε τη φυλή μας και περίγραψε με το νυ και με το σίγμα μερικά μας πολύ σοβαρά χαραχτηριστικά, και μάλιστα θρησκευτικά, είναι ο μεγάλος ο Πεθερός σου, στου Απόστολου Παύλου την Ιστορία. Δεν τα ξαναλέγω εδώ, επειδή για καλή ή κακή μας τύχη τα Γαλλικά τα νοιώθουν οι δικοί μας κι από τα Ρωμαίικα κάτι καλλίτερα, και μπορούν, αντίς άλλα που διαβάζουν πιο ξένα στο Εθνικό μας το ζήτημα, να διαβάσουν του Ρενάν το βιβλίο.

    Κι ως τόσο, μέσα στην πλημμύρα φως που χύνει ο μακαρίτης στη θρησκευτική μας ψυχολογία — το συνήθιο λόγου χάρη που από τα πρώτα μας είχαμε να πανηγυρίζουμε και ν' αλαλάζουμε, αντίς να κατανυγούμαστε και να ψυχοπονούμε, την όρεξη ναπλώνουμε τα πλουμισμένα φτερούγια μας μέσα στα λιόλουστά μας λημέρια αντίς να πετούμε σε τρίσβαθους αιθέρες λατρευτικής μελέτης, καθώς συνηθίζουν οι Βορεινοί, μου φαίνεται σαν κρίμα που αψήφησε ένα πολύ σημαντικό μας συστατικό, εκεί μάλιστα που λέει πως «η Ρωμιοσύνη δεν είταν ποτέ της χριστιανική στα γερά, μήτε είναι ως τα τώρα». Ίσως θα περίγραφε τη Ρωμιοσύνη πιο τέλεια, αν τόπαιρνε αλλιώς το ζήτημα και μας έλεγε, όχι πως είτανε χαλαρωμένη η χριστιανική μας η πίστη, μόνο πως ζυμώθηκε με τον πατριωτισμό, ή καλλίτερα τον &αντικατάστησε& τον πατριωτισμό, κ' έγινε αφορμή για τόσα μεγαλουργήματα στην αρχή, για τόσες θυσίες και ηρωισμούς στα στερνά μας, που δεν είναι να πης μας έλειπε βάθος πίστης, παρά πως πήρε η πίστη μας αλλιώτικη χρωματιά.

    Αν και θα με βρης το λοιπό σύφωνο όσο για τη διαφορά, της λατρείας απ' Ανατολή σε Βοριά, όσο όμως για τη σοβαρότητα αυτής της λατρείας, όσο για το βάθος της, μας σώνει, θαρρώ, νανιστορήσουμε όχι πια Ηράκλειους κι άλλους ηρωικούς διαφεντευτάδες της Χριστιανοσύνης, όχι Γρηγόριους και Γερμανούς και Παπαφλέσηδες, μα του ίδιου του Κολοκοτρώνη τα λόγια, σαν είπε πως «ο Θεός έβαλε την υπογραφή τον στη λευτεριά τον τόπου, κι ο Θεός δεν παίρνει το λόγο του πίσω». Μπορεί τέτοια ψυχική δυναμωσύνη να μη βρισκότανε μέσα στο ρωμαίικο το αίμα απαρχής (αγκαλά μήτ' αυτό δεν το πιστεύω, μια και θυμηθώ τους αρίθμητούς μας Μαρτύρους), μπορεί του Κολοκοτρώνη να του τηνέ στάξανε μέσα οι συφορές. Αδιάφορο όμως αυτό· σώνει που την πίστη την είχε, και στα γερά.

    Να με συχωρέσης να σου θυμήσω τώρα και μερικά λόγια τον Γεροδήμου που έχουνε, θαρρώ, κάποια συγγένεια με το ζήτημα:

    «Όσοι μας είπαμε και γράψαμε πως δεν έχει &βάθος& ο Ρωμαίικος ο χαρακτήρας, πως του λείπει ο αληθινός ενθουσιασμός, το θρησκευτικό εκείνο το χρώμα που ξεχωρίζει του Βορεινού λαού την κάθε ιδέα, την κάθε αγάπη, και πως για δαύτο και &Τιμή& τι πάει να πη δεν το καλονοιώθουμε, όμως όσοι τα ψυχολογήσαμε όλ' αυτά δεν τον αναλύσαμε τον Εθνικό χαρακτήρα καθώς του άξιζε, και τον αδικήσαμε. Δεν είναι πως του λείπει η δύναμη να τα νοιώση και να τα λατρέψη τα ευγενικά αυτά προσόντα ο Ρωμιός. Δεν είναι πως δεν έχει το βάθος για να ριζώσουνε μέσα του· είναι που η ψυχή του καταπονέθηκε από τον παντοδύναμο τον Εγωισμό».

    Τι βγάζεις απ' όλ' αυτά; Εγώ βγάζω πως ο Ρωμαίικος ο λαός είναι ψυχικά οργανισμένος απάνω κάτω σαν τους καλλίτερους Ευρωπαϊκούς λαούς. Του λείπει όμως η πράξη. Μ' άλλους λόγους, τους πέντ' έξη αιώνες που η Ευρώπη σιγοξυπνούσε και προετοιμαζότανε για τα σημερνά ας τα πούμε φώτα, εμείς που στους πιο προτερινούς αιώνες ζούσαμε και βασιλεύαμε, τώρα κοιτούμαστε λαβωμένοι, αποσταμένοι, αποναρκωμένοι.

    Πήρε λοιπόν ένα δρόμο ο εθνικός μας ο χαρακτήρας, που αν και στο βάθος αναλογεί με τον Ευρωπαϊκό, έχει τώρα τα δικά του, και καλά και κακά, κι άσκοπο δεν είναι να σημειωθούνε στα πεταχτά τα πιο σπουδαιότερα.

    Αρχίζοντας από τα ψεγάδια, ας βάλλουμε πρώτα πρώτα την αψηφησιά μας σε κάθε είδος Νόμο. Βάλε Ρωμιό να συντάξη Νόμο, και θα σου προλάβη κάθε περιστατικό που πρέπει να προστατεύη αυτός ο Νόμος. Στην πράξη όμως απάνω, άλλος λόγος. Πως ο Νόμος είναι ιερό συφωνητικο που ο καθένας ανάλαβε να το φυλάη μ' όλους τους άλλους, μπορεί κι αυτό να σου το αποδείξη με μια διατριβή ή και μ' ένα βιβλίο. Να τη ζυμώση όμως αυτή την αρχή μέσα στην καθημερνή του ζωή, όχι πως δεν τόχει στο αίμα του — τόχει, αφού σε ξένους τόπους θέλοντας και μη τονέ σέβεται το Νόμο — στον τόπο του όμως που ο Νόμος δεν πολυδουλεύει (άλλη μελέτη αυτή), δεν το καλόνοιωσε ο Ρωμιός το συφωνητικό του με τους συντοπίτες του. Δεν άδειασε ακόμα να το καλονοιώση. Έχει άλλες δουλειές. Έχει να φροντίζη για το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είναι δικό του συφέρο. Μας φέρνει μ' άλλους λόγους το ψεγάδι αυτό στον Εγωισμό, όχι δα στον Εγωισμό που έχει όλος ο κόσμος, μα μια σταλίτσα ακόμα.

    Άλλο ένα. Δε θέλει να κοπιάζη εξόν αν είναι για τον παρά. Άφησε την κούραση για ένα κοινό καλό, που την τρέμει σαν δεν προσμένη κι αυτός ωφέλεια, και πάρε τίποτις άλλο. Πάρε τους στίχους, που δε γραφήκανε στον τόπο μας με σκοπό να ζήση ο ποιητής από δαύτους. Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ' εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ' όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους εννενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στερνό στερνό «λούστρο ». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πώς δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο. Μας φέρνει λοιπόν κι αυτό στην ίδια την πηγή, στον Εγωισμό.

    Άλλος. Είναι λογάς, φωνακλάς, σοφιστής. Θαναλυθούν αυτά κάμποσο στην ιστορία απάνω, που είναι και προπατορικά ετούτα. Ας αναφερθή όμως ένα πράμα εδώ· πως τις μεγάλες τις φωνές, τα πολλά τα λόγια, και τις ατέλειωτες σοφιστείες τις έχει πρόχειρες ο φταιξιάρης, και πάντα ο φταιξιάρης. Και φωνάζοντας λοιπόν και συζητώντας και λογομαχώντας ο Ρωμιός άλλο δεν έχει στο νου του παρά το δικό του, εκείνο δηλαδή που θαρρεί πως είνε δικό του συφέρο. Κ' έτσι καταντούμε πάλι στην ίδια πηγή του Εγωισμού.

    Τέταρτο ψεγάδι, που αγαπάει, σέβεται, φοβάται, τρέμει, προσκυνάει, λατρεύει, και τέλος μιμάται τα ξένα. Σημάδι αλάθευτο μισοβαρβαρισμού. Αδύνατο πράμα, φίλε μου, να γυρεύης να μιμηθής Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, κι αρχαίους Έλληνες, και να μην έχης δόση από βαρβαρωσύνη, τη βαρβαρωσύνη που βλέπει τα φανταχτερά τα ξένα και σκιάζεται, βλέπει τα δικά της και ντρέπεται. Μας φέρνει λοιπόν αυτό το ψεγάδι ίσια κ' ίσια στην πηγή της πηγής, δηλαδή στην πηγή που μέσαθέ της κι ο ίδιος ο Εγωισμός αναβρύζει.

    Και να δης που είναι η βαρβαρωσύνη αυτή χερώτερη κι από του άγριου Αφρικανού. Να είσαι από γεννήσιο φτωχός κακό πράμα, μα όχι και τόσο κακό καθώς όταν είσαι πλούσιος και ξαναπέφτης ατή φτώχεια. Ηθική φτώχεια η δική μας. Χέρσο χωράφι που αιώνες δουλευτής δεν το πάτησε.

    Ας έρθουμε τώρα και στα καλά μας.

    Και πρώτο πρώτο, η μοναδική μας ξυπνάδα. Τίποτις, φίλε μου. Εμείς κι όχι άλλοι. Μην πάρης μια και μονάχη αχτίδα της ψυχικής μας φωτοπλημμύρας, πάρε τις όλες μαζί και παράβαλέ τις μ' όλες μαζί οποιανού άλλου λαού θέλεις. Το χώμα τόχει, τι τα θες. Αυτό μας το χάρισμα γέννησε την εφτάψυχη τη δύναμη που μας βάσταξε μέσα σε τόσους και τόσους κατακλυσμούς, αυτό μας ξηγάει με τι τρόπο τα κατάφερε ο Ρωμιός και τα κατάπιε όλα εκείνα τανήμερα θηριά, από Γότθους και κάτω, και τάκαμε θροφή του από φαρμάκι του, τέλος με τι τρόπο ξαναπρόβαλε εκεί που τονέ θάρρειε ο κόσμος χαμένο, και σήμερα ζη πάλε και παραζή μάλιστα, αφού μεγάλο Ανατολικό ζήτημα δε βγαίνει στη μέση δίχως ναντιλαλούν οι φωνές του μέσα στη σαστισμένη Ευρώπη. Χάρισμα φυσικό, και δίχως κόπο αποχτημένο. Μάρμαρο από φυσικό του αξετίμητο.

    Μπορούσανε κάμποσα να λεχτούν και για τη νοικοκυροσύνη του, τη σπιταρχοντιά του, τα εμπορικά του χαρίσματα, τις θαλασσινές του αγάπες και δόξες. Μα αφίνοντάς τα, σαν παραβλάσταρα που είναι άλλων προσόντων του, ας πάμε στ' άλλο, το πιο γλυκύτερο, το πιο παρηγορητικό, το πιο θεϊκό απ' όλα, τη ρωμαίικη την αγάπη, την ψυχοπονεσιά, την αφοσίωση, μα συγγενική είναι, φιλική, πατριωτική. Πίστη και θρησκεία σωστή. Θρησκεία που δεν το μυρίζουμε και πολύ το θεμιάμα της στα βορεινότερα μέρη.

    Και τέλος να μην παραλείψουμε την αγάπη της ομορφιάς, την αγάπη της αγάπης, την καλλιτεχνική τη φλέβα που κλαδώνεται κι αυτή αργυρόχρυση μέσα στ' ασκάλιστο, ταδούλευτο μάρμαρο.

    Σπάνιο υλικό, και να μη θέλη, λέει, νακούση σμίλι! Να μη θέλη νακούση νόμο, να μάθη κόπο, να σεβαστή αλήθεια κ' επιστήμη, και το χερώτερο, να μη θέλη να τιμήση και τα δικά του.

    Ξολοθρεμός κι απελπισία, θα μου πης. Τίποτις. Όλο το ενάντιο μάλιστα. Θα τα δη μια μέρα τα ψεγάδια του ο Ρωμιός με την αθάνατη του ξυπνάδα. Θα τα δη και θα τα σιχαθή. Σώνει όποιος μας τα νοιώθει από τώρα να κάμη το χρέος του.

    Αυτό πασκίζει να κάμη κι αυτή η Ιστορία. Ασήμαντη βοήθεια θα πης, μα είμαστε πολλοί, κι όχι ένας. Έχουμε και τα χρόνια μπροστά μας. Εκατό, διακόσια, πόσα θες; Έτσι πρέπει να το βλέπουμε το ζήτημα. Είμαστε έθνος, κι όχι άτομο.

    Έτσι θα το δούμε και θα το νοιώσουμε, φίλε μου, το τι αξετίμωτο θησαυρό για μελέτη και για πρότυπο μας έχουν κρυμμένο τα περασμένα μας, τα ρωμαίικα περασμένα, και τι μεγάλα κληρονομήματα μας άφηκαν οι καθαυτό οι προπατόροι μας, οι Βυζαντινοί.

    Και τώρα που σε ζάλισα κάμποσο

    Σε χαιρετώ Ο πιστός σου φίλος ΑΡΓΥΡΗΣ ΕΦΤΑΛΙΩΤΗΣ

    Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

    Τόσο στενά συγγενεύουν οι αρχαίοι οι Έλληνες κ' οι κατοπινοί, δηλαδή οι Ρωμιοί, που για να ιστορηθή τέλεια η εικόνα της πολύχρονης Ρωμιοσύνης έπρεπε, θαρρώ, ναρχίσουμε από τους Αργοναύτες. Μα τέτοια δουλειά δεν είναι του καθενού, και μάλιστα ανθρώπου που σκοπεύει τις λίγες αργές του ώρες να τις περάση δηγώντας την καθαυτό ρωμαίικη ιστορία, κι απάνω στη δήγησι σημειώνοντας και μερικούς στοχασμούς, ίσως και γίνουν αφορμή και μας βγουν άλλες πιο σπουδαιότερες μελέτες κατόπι, κι όχι μονάχα της ιστορίας μας — τέτοιες ίσως δε μας λείπουνε —, μα μελέτες και του πιο δυσκολοξήγητου, θαρρώ, λαού που φάνηκε στον κόσμο, του ρωμαίικου του λαού.

    Αρχίζω λοιπόν τις ιστορικές αυτές κοντυλιές από την κυριαρχία των Ρωμαίων, αφού δα σε κείνους χρωστούμε και το σημερνό μας τόνομα.

    Σκοπός μου είναι να τα παραστήσω τα πράματα καταπώς τάννοιωσα, και τα καλά και τα δυσάρεστα. Μα ανίσως και παρατηρήση ο αναγνώστης πως σαν πιώτερο κάποτες ιστορώ τα δυσάρεστα, μάλιστα στην Εισαγωγή, ας μην ξεχνάη πως το έργο τούτο το καταπιάστηκα ύστερ' από μεγάλα εθνικά πάθια, πως το έθνος τόδειξε θεότρανα πως μεγάλη αρρώστια το κρυφοτρώει, πως η αρρώστια του είναι χρονικιά, και πως χρέος έχουμε να τα μελετούμε και να τα φανερώνουμε τα σοβαρά της σημάδια, ίσως κ' η νέα η γενεά, που απ' αυτή και μονάχη ελπίζουμε, ωφεληθή πια από την πείρα, που μας στάθηκε νεκρό γράμμα κ' εμάς και των παλιώ μας προπατόρων — όχι των Βυζαντινών, αυτοί την ήξεραν τη δουλειά τους — και μπη το Έθνος στο μεγάλο δρόμο που δεν του λείπει δύναμη να τον τρέξη.

    Ίσως πρέπει άλλο ένα ναναφερθή. Ιστορώντας τα παλιά και τα μεσαιωνικά μας χρόνια, δεν περιορίστηκα στην καθαυτό ιστορία μονάχα, παρά ζήτησα να παραστήσω και τη ζωή των ανθρώπων, τις συνήθειες και τα συστήματά τους, και τέλος τη θρησκευτική την πορεία, που, στάθηκε κ' εθνική μας πορεία. Πάσκισα μ' άλλους λόγους να κάμω το βιβλίο μου είδος πανόραμα, για να τους καλονοιώσουμε τους προγόνους μας, ο μόνος τρόπος να καλονοιώσουμε και τον εαυτό μας.

    Εξόν από τον Ιστορικό κ' εθνικό σκοπό, έχει αυτό το έργο και σκοπό γλωσσικό. Βαρεθήκαμε πια να τακούμε πως η ρωμαίικη η γλώσσα είναι κατάλληλη για τραγούδια και για παραμύθια, για τίποτις άλλο όμως όχι. Η ιδέα είναι παιδιακήσια, και να που μπορεί κ' ιστορικό βιβλίο να γραφή στην Εθνική μας τη γλώσσα (1).

    Δυο λόγια τώρα και για το δούλεμα του έργου. Καθώς θα δη αμέσως ο αναγνώστης, δεν είναι Επιστημονική Ιστορία, αφού και καθαυτό ιστορικός δεν είμαι. Για να γλυτώσω μάλιστα το λίγο μου καιρό από μεγάλες κι από μακρινές μελέτες, το πιώτερο υλικό το μάζεψα από τις καλλίτερες πρόχειρες πηγές, και δικές μας και ξένες. Είχε κι αυτό τις δυσκολίες του, επειδή ο καθένας αγαπάει να δηγάται τα πράματα καταπώς τα βλέπει, και μερικά τα βλέπουν, και δικοί μας και ξένοι, με τρόπο που δε μας πολυφωτίζουνε σ' αυτά που γυρεύουμε. Ίσως μας σκοτίζουνε κιόλας.

    Α. Ε.

    Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Τ Η Σ Ρ Ω Μ Ι Ο Σ Υ Ν Η Σ

    Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

    Ρ Ω Μ Α Ι Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α

    1 Αριστίωνας και Σύλλας

    Μόλις έπεσε η Ελλάδα, στην πρώτη σκλαβιά της, τη Ρωμαϊκή, και σαν αϊτός από μακρινά βουνά τη μάτιασε από τον Πόντο και χύμιξε καταπάνω της ο Μιθριδάτης (87 π. Χ.).

    Η Αθήνα, η καρδιά κι ο νους του Ελληνισμού, είταν πρώτη τώρα στις μεγάλες τις συφορές, καθώς άλλοτε στις μεγάλες δόξες.

    Τα νησιά τα είχε του χεριού του ο καινούργιος ο τύραννος. Αμέτρητους Ρωμαίους είχε χαλασμένους στην Ανατολή, και τα στρατέματά τους πλημμυρίζανε Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία, και τέλος την Αττική.

    Μεγάλη και γενική οχλοβοή στην Αθήνα. Μεγάλες φωνές, φιλονεικίες, ζητήματα. Άλλοι πρόβλεπαν τον ξολοθρεμό του Μιθριδάτη, άλλοι τω!! Ρωμαίων, κι άλλοι το δικό τους. Ίσως μερικοί έκρυβαν και κάποια ελπίδα μυστική, πως παλαίβοντας τα δυο θηριά ανάμεσα τους, θάφιναν την Ελλάδα νανοίξη μάτι, και να σταθή πάλι στα πόδια της λεύτερη καθώς τα πρώτα· μα οι μερικοί αυτοί δεν λογάριαζαν πως νεύρα πια να σταθή δεν είχε ταποσταμένο της το κορμί.

    Φαίνεται πως η μυριόδοξη η Πνύκα δεν είχε πέραση στην Αθηναίικη πολιτεία σε κείνους τους χρόνους. Σα να είτανε μάλιστα και καταδικασμένη σε σιωπή. Όταν οι Ρωμαίοι οι στρατηγοί είχαν ή προσταγή ή φοβέρα να τους μηνύσουν, την Πνύκα δεν την καταδέχουνταν· ανεβαίνανε σε «βήμα» αρχοντικώτερο, ίσως μαρμαροπελέκητο, αντίκρυ στην περίλαμπρη στοά του Κεραμεικού. Σ' αυτό το βήμα απάνω, μια από τις πολυτάραχες εκείνες μέρες, μπρος στους ταραγμένους πολίτες, ανέβηκε ένας που σαν το Θησέα τον απάντεχαν από τον Πειραιά. Είταν άραγες Αθηναίος κι αυτός; Όχι. Είταν ξένος σατράπης ή στρατηγός; ρήτορας; Μήτε. Είταν ο νόθος ο Αριστίωνας, Αφρικάνικης δούλας παιδί. Τον πατέρα του μήτε κείνη δεν τόνε γνώριζε ποιος είταν. Αφού περιπλανέθηκε από χώρα σε χώρα και μάζεψε με πονηρίες κάμποσα χρήματα, κατέβηκε ο Αριστίωνας στην Αθήνα κ' έκαμνε το Σοφιστή. Από Σοφιστής κατάντησε πολιτικός, κ' οι Αθηναίοι, που στο αίμα τους το είχανε να τους πιστεύουν τους τέτοιους, τόνε διώρισαν «Πρεσβευτή» να πάη να τους ενεργήση συμμαχία με το Μιθριδάτη! Δεν άργησε να γίνη στενός φίλος του Μιθριδάτη. Αυτή είταν η τέχνη του. Απανωτά τα λάβαιναν οι Αθηναίοι τα ροδινά του μηνύματα και ταξίματα. Ως και δημοκρατία απόλυτη τους έταζε, ας μένανε μονάχα φίλοι του Μιθριδάτη. Τάχαφταν όλα αυτά οι Αθηναίοι, και πανηγύριζαν από τότες το τέλος της Ρώμης.

    Όταν ο Αρχέλαος, ο στρατηγός του τυράννου, ξεκινούσε κατά τον Πειραιά με τις μυριάδες του, σαν είδος προάγγελος παρουσιάστηκε στην Αθήνα ο Αριστίωνας με δορυφόρους δυο χιλιάδες. Απάνω σ' αργυροπόδαρο φορείο τον ανέβασαν από τον Πειραιά το σωτήρα τους, σε παλάτι τονέ φιλέψανε με ζωγραφιές και μ' αγάλματα καταστολισμένο, κι αφού ύστερ' από ύπνο βασιλικό απάνω σε μαλακόστρωτα κρεββάτια σηκώθηκε και με πομπή και παράταξη κινούσε κατά τον Κεραμεικό, έτρεχαν κοπάδι οι Αθηναίοι να ψάξουνε τις χρυσές του χλαμύδες και να πουν πως τον άγγιξαν το Σωτήρα τους. Στάθηκε τότες ο Αριστίωνας στο μαρμαροπελέκητο Βήμα. Έτριψε το σοφό μέτωπό του, έρριξε σοβαρή ματιά γύρω, άλλη σοβαρώτερη ματιά προς ταπάνω, και τους λέει· «Έχω κ' έχω να σας πω, Αθηναίοι, και δεν κοτώ». — «Θάρρος και πες τα μας!» ξεφωνίζουν οι πατριώτες. Τους άρχισε τότες. Μήτε ο Όμηρος δεν ύμνησε τον Αχιλλέα όσο τις δόξες του Μιθριδάτη ο Αριστίωνας. Όσες αλήθειες κι όσα ψέματα πέρασαν από το νου του τους τα ραψώδησε ώσπου ακούστηκε βαθύ μουρμουρητό απ' άκρη ως άκρη. «Και τι θαρρείτε σας συβουλεύω τώρα να κάμετε;» τους ρωτάει. «Να τους αψηφήστε τους Ρωμαίους, να τους πολεμήστε, να γλυτώστε τη χώρα σας και τα ιερά σας, και να ξαναζήστε πάλι δοξασμένοι και λεύτεροι σαν και πρώτα.»

    Τι άλλο να κάμουν οι Αθηναίοι παρά να τονέ διορίσουνε στρατηγό τους, τέτοιο γλυκόγλωσσο ρήτορα! Κι αυτός τότες, αφού τους χάδεψε και μάλλες κολακείες, τους παρακάλεσε να του διαλέξουν κι άλλους βοηθούς, και περίμεναν πια τώρα να βγη τόνειρό τους.

    Σαν όνειρο που είτανε, μήτε μια μέρα δε βάσταξε. Όχεντρα έγινε ο μαλακόγλωσσος ο Αριστίωνας άμα πήρε την εξουσία, ας είταν καλά οι δυο χιλιάδες οι δορυφόροι. Ρουθούνι τίμιου πολίτη δεν άφησε. Κήρυξε αμέσως πολιορκία, κ' έφραξε την πόλη από παντού, να μη φεύγουν. Όσοι σκαλώνανε τα τειχίσματα και πηδούσανε να γλυτώσουν, κακός θάνατος τους έβρισκε αποκάτω. Πηγάδια αλάκερα γέμισε με τις περιουσίες που δήμεψε, κι άλλο τόσο βιος σώριασε με τις προμήθειες που πουλούσε στους πολιορκημένους του.

    Δεν τούσωνε η Αθήνα, ήθελε και τη Δήλο, πλούσια τότες ακόμα. Την είχε ματιασμένη από τον καιρό που ο Αρχέλαος, θυμωμένος που δε σηκώθηκε κι αυτή, τηνέ λάφρωσε από κάμποσα ιερά χρήματα, και τα παράδωσε του Αριστίωνα τότες που κατέβαινε στην Αθήνα. Μα έμνησκαν κι άλλοι πολλοί θησαυροί, κι αυτούς σοφίστηκε να βάλη στο χέρι ο Αριστίωνας. Για κακή του όμως τύχη διάλεξε κάποιο &δάσκαλο& να του φτειάξη αυτή τη δουλειά, τον Απελλικώντα. Ο Απελλικώντας είτανε φιλόσοφος, φιλόβιβλος, και φιλάρχαιος. Η βιβλιοθήκη του περιξάκουστη. Την πήρε κι αυτή κατόπι ο Σύλλας και τη μετάφερε στη Ρώμη. Από στρατιωτικά όμως ο σοφός Απελλικώντας δεν κάτεχε. Και βλέποντας τον ο Ρωμαίος ο Ορύβιος πως πότε ξεφάντωνε και πότε κοιμούνταν, έπεσε μια αφέγγαρη νύχτα καταπάνω των ανθρώπων του, κι άλλους έκοψε, άλλους έπιασε. Ο ίδιος ο Απελλικώντας από τρίχας γλύτωσε κ' έφυγε. Σύχασε τότες η Δήλο, μα δεν ξανάνοιξε μάτι πια.

    Ως τόσο άρχιζε στα περίχωρα της Αθήνας το φοβερό το δράμα του Σύλλα. Ο ίδιος ο Σύλλας δεν είταν ακόμα κατεβασμένος στην Ελλάδα, όταν άραζε στον Πειραιά ο Αρχέλαος. Κάποιος άλλος όμως Ρωμαίος αντάμωσε το στρατηγό του Μιθριδάτη στη Βοιωτία, και κει τονέ χαιρέτησε με τρόπο που γλήγορα βρέθηκε πάλε στον Πειραιά. Τέλος ήρθε κι ο Σύλλας. Όσες πολιτείες βοηθούσαν ως τα τώρα τους Μιθριδατινούς, άλλαξαν αμέσως πολιτική και πήγανε με το Σύλλα. Οι Αθηναίοι όμως κ' οι Πειραιώτες, και να το θέλανε δεν μπορούσαν, επειδή ο Αρχέλαος καρτερούσε κλεισμένος μέσα στον Πειραιά, κι ο Αριστίωνας στην Αθήνα. Γένηκαν λοιπόν οι δυο αυτές πολιτείες θέατρο του πολέμου. Θεόρατες μηχανές κι ανάλογα υψώματα έκτισε ο Σύλλας αντίκρυ στα τειχίσματα του Πειραιά. Κι όταν οι πέτρες και το χώμα τριγύρω δεν τούσωναν, έπαιρνε υλικό κι από τα «Μακρά τείχη». Τέλος έφερε και τα δέντρα της Ακαδημίας και του «Λυκείου», έφερε και σίδερο όσο ήθελε από τη Θήβα. Όσο για χρήματα, αυτά τα προμηθεύτηκε από την Επίδαυρο κι από την Ολυμπία, γιατί εκεί φύλαγαν ακόμα οι Θεοί ασήμι και μάλαμα αμέτρητο από ταφιερώματα των αρχαίων. Τάκαμε όλα χρήμα χρυσό κι άργυρο, αφού έγραψε πρώτα των ιερέων πως πιο ασφαλισμένος θα είναι ο θησαυρός στα χέρια του, και πως αν τα ξοδέψη, πάλε με τόκο θα τα γυρίση. Έχουνε να πουν πως άκουσε ο άνθρωπος του κιθάρα κ' έπαιζε όταν πήγε να συνάξη το θησαυρό, και φοβήθηκε του Απόλλωνα την οργή. — «Ακόμα κάθεσαι;» του μηνάει ο Σύλλας. «Και τι καλλίτερο σημάδι παρά να τραγουδάη ο Θεός παίζοντας την κιθάρα!» Πήγε τότες όλος ο θησαυρός. Πήγε και ταργυρό το πιθάρι, το στερνό από τα τέσσερα που είχε χαρισμένα του Απόλλωνα ο Κροίσος. Κι από το πολύ του το βάρος το κομμάτιασαν και το κουβάλησαν.

    Τέλος άρχισε στα γερά η πολιορκία του Πειραιά. Μας τα λέγουν οι ιστορικοί τα καμώματα και τα παθήματα του χρόνου εκείνου. Μας δηγούνται πόσο στενοχωρέθηκε ο περήφανος ο Ρωμαίος όταν του ήρθε βοήθεια του Αρχέλαου από το Μιθριδάτη, και τι κακό θα τον έβρισκε τότες αν πέφτανε Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιοι καταπάνω του. Μα άφησε που μήτε τα ονειρεύουνταν πια οι δικοί μας τέτοια κινήματα, είναι ζήτημα κι αν τους σύφερνε ναφήσουν τη Σκύλλα και να πέσουνε μέσα στη Χάρυβδη. Νίκησε λοιπό με τον καιρό η επιμονή του ακαταδάμαστου Σύλλα. Γύρισε τότες ο Ρωμαίος όλη του την προσοχή στην Αθήνα. Τους αφάνιζε η πείνα τους δύστυχους Αθηναίους. Ποδήματα κι άδεια τουλούμια έβραζαν κ' έτρωγαν, λέει ο Πλούταρχος. Του Αριστίωνα ως τόσο μήτε του πουλιού το γάλα δεν τούλειπε. Ως και χόρευε και ξεφάντωνε, κι απάνω από τα τειχίσματα τον έβριζε και τον περγελούσε το Σύλλα. Πήγανε μια μέρα μερικοί νοικοκυρέοι και τον παρακαλέσανε να τους λυπηθή τέλος και να κάμη ειρήνη. Τους αράδιασε όλους, και τους έκαμε σημάδι για τις σαϊτιές του. Μετά πολλά έστερξε κ' έστειλε δυο τρεις δικούς του να μιλήσουν του Σύλλα. Άρχισαν αμέσως αυτοί και του μιλούσανε για τα περασμένα, τα μεγαλεία. Θυμώνει ο Σύλλας, και τους διώχνει λέγοντας πως δεν ήρθε στην Ελλάδα να μάθη την αρχαία ιστορία, παρά να πολεμήση τους όσους του αντιστέκουνται.

    Μια από κείνες τις φοβερές μέρες, δυο γεροντάκια κουβεντιάζοντας σιμά στα τειχίσματα παραξενευόντανε γιατί μαθές ο Ρωμαίος να μη χτυπάη από το μέρος που λέγεται σήμερα Χαλκούρι (Επτάχαλκον), που είταν και το πιο αδύνατο. Φτάνει στ' αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι. Λίμνη αίμα σκέπασε τον Κεραμεικό. Διακόσα χρόνια πέρασαν, και τάβλεπε ακόμα ο Πλούταρχος τα σημάδια εκείνου του χαλασμού. Πολλοί σκοτώθηκαν και μονάχοι τους από την απελπισία. Ένα σωστό κ' εύλογο έπραξε τότες ο Σύλλας, που θανάτωσε και τον Αριστίωνα.

    Τι λογής πήρε κ' έκαψε κατόπι τον Πειραιά ο Σύλλας, τι λογής αντάμωσε τον Αρχέλαο στη Χαιρώνεια και τον ξολόθρεψε, τι λογής έκλεψε τους Θηβαίους για να ξεπλερώση τα δανεισμένα ταφιερώματα κ' έκαμε τέλος ειρήνη με τον ταπεινωμένο Μιθριδάτη, είναι της Ρωμαϊκής ιστορίας. Εμάς ο σκοπός μας είτανε να δείξουμε πρώτο, πόσο ακατανόητη πάντα στάθηκε η μωροπιστία των Αθηναίων, και δεύτερο, πόσο λίγο σκοτιζόντανε για πολιτική λευτεριά κ' οι Αθηναίοι κ' οι άλλες οι πολιτείες τριγύρω, σε καιρούς που είχαν ακόμη τρόπο να τους καταστρέφουν τους ξένους ή και να τους βάζουνε να τρώγουνται αναμεταξύ τους, αν αντίς Πολιτείες χωρισμένες η μια από την άλλη, κ' η καθεμιά μέσα της με κόμματα, είταν έθνος με πολιτική ένωση, με μια και μονάχη φιλοδοξία, τη λευτεριά του, μ' ένα όνειρο, τη ζωή και τη δόξα του. Φοβερή κατάρα το κομμάτιασμα εκείνο, που απ' αρχής τονέ χαντάκωσε τον Ελληνισμό.

    2 Ρωμαϊκός φιλελληνισμός

    Καθώς όταν πανώρια γυναίκα, που καταμάγεψε τον κόσμο με τη νιότη της και με την ομορφιά της, αγκομαχάη, χτικιασμένη και βασανίζεται σ' αρρώστου κρεββάτι, κ' έρχουνται φίλοι πολλοί και με λούλουδα και με δώρα αρχοντικά της λαφραίνουν τις θλιβερές της ώρες, υγεία όμως και δύναμη να της δώσουνε δεν έχουν τρόπο, μάλιστα κι αν αναλάβη η άρρωστη, αυτοί με τα όργια τους την ξανακυλούνε, — έτσι μας φαίνεται πως κ' οι μεγαλόκαρδοι εκείνοι οι Ρωμαίοι που και πριν από το Σύλλα και κατόπι την αγάπησαν την Ελλάδα και με πλούσια δώρα την καταστόλισαν, το βαθιορριζωμένο πάθος που τηνέ μάραινε δεν μπορούσανε να της το γιατρέψουν και μήτε το σκοπεύανε. Μα κι αν είχαν τη δύναμη και τη θέληση να της προσφέρουν ταθάνατο βοτάνι που ανεσταίνει τα έθνη, πάλι τα όργια τους θα την ξανακύλιζαν αποκαμωμένη, κι ανίκανη να σταθή καθώς άλλοτε παντοδύναμη, λαμπρή, και πεντάμορφη.

    Ο Πομπώνιος, που κι Αττικός ονομάστηκε, με βοήθειες σταλήθεια βασιλικές παρηγόρησε τη ρημαγμένη την Αθήνα ύστερ' από την τρομερή της καταστροφή. Ο Πομπήιος, λίγο κατόπι, όταν πολεμούσε την πειρατεία που σπάραζε την ανατολή (67 — 66 π. Χ.), και τους Αθηναίους τίμησε με μεγαλοπρέπεια, κι αυτοί πάλε από κατάνυξη τον ονομάσανε Θεό. Με μεγάλη γενναιότητα φέρθηκε και στους Μιτυληναίους, και γι αυτό δα του σύστησαν κ' οι Μιτυληναίοι αγώνα ποιητικό. Τι όμως ψέλνανε τα ποιήματα εκείνα των παιδιών του Αλκαίου; Και τι άλλο, παρά του ξένου τα κατορθώματα!

    Άλλο από απλή και δουλική ευγνωμοσύνη δεν μπορούσε να ξυπνήση στην καρδιά των Ελλήνων ο ρωμαΐκός φιλελληνισμός, κι ούτε είτανε φυσικό του νάχη άλλο σκοπό, παρά να παρηγορή τον άρρωστο με δώρα και με στεφάνια, να περιμένη κολακείες και θυμιάματα, και να δείχνεται πως είχε δα αρκετό ανθρωπισμό κι ο Ρωμαίος να νοιώθη και να τιμάη του Ελληνισμού τη λαμπρότητα.

    Είχαν όμως και τραγικώτερα τέλη οι πλατωνικές εκείνες αγάπες. Ήρθαν και τα όργια κατόπι, που την γκρεμήσανε την Ελλάδα κι από τα πριν πιο βαθύτερα. Ήρθαν οι πολέμοι του Καίσαρα και του Πομπήιου. Φυσικό είτανε να ελπίζη, ο Πομπήιος βοήθεια από τους Έλληνες, φυσικώτερο κ' οι Έλληνες να πάνε μαζί του. Τα θαλασσοπούλια της Αθήνας και τω νησιών, οι περίφημοι τοξότες της Κρήτης και της Λακωνίας, τα παλικάρια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, όλοι τρέξανε στάρματα για τον ευεργέτη τους. Κίνημα μα την αλήθεια Πανελλήνιο είταν εκείνος ο σηκωμός, κι ως τόσο μήτε ψυχή δεν πήγαινε να πολεμήση και για πανελλήνιο σκοπό! Ανταμώνουνται οι δυο μεγάλοι ρωμαίοι στα Φάρσαλα (48 π. Χ.), κατατροπώνεται ο Πομπήιος, και μένουν άξαφνα οι φίλοι του οι Έλληνες στο χέρι του Καίσαρα. Κι ως τόσο ο μεγαλόκαρδος Ρωμαίος δεν τους τιμώρησε. Τους Αθηναίους μάλιστα και χρήματα τους χάρισε να ξαναχτίσουν όσα δημόσια χτίρια τους είχε χαλασμένα ο Σύλλας κι ο Αριστίωνας, αφού τους μάλλωσε με το ρητό του εκείνο «Πόσες φορές θα καταστρέφεστε μονάχοι σας Αθηναίοι, και πάλε θα σας γλυτώνη η προγονική σας δόξα». Ανίσως και μπορούσανε να το μαντέψουν οι Αθηναίοι, θα του απολογιούνταν τότες του Καίσαρα· «Αιώνες κ' αιώνες θα περάσουν και θα ξαναφανή αυτό το φάντασμα του Φιλελληνισμού. Όταν όμως σώση και γίνη νέα μάχη στα Φάρσαλα, και μ' αυτήν ξανανοίξη νέα πληγή στο μισοζώντανο τον Ελληνισμό, που τότες θα ονομάζεται Ρωμιοσύνη, ίσως το νοιώσουμε τότες πως η προγονική η δόξα ξεθύμανε πια και πήγε, γιατί ο Καίσαρας που θα βασιλεύη τότες με τέτοια ρητορικά λόγια δε θα μας χαδεύη, μόνο αλύπητα θα μας δείρη που δεν ακολουθήσαμε τις βουλές του.

    Και δεν καλομεταχειρίστηκε μονάχα τους Αθηναίους ο Καίσαρας. Την Κόρινθο, που την είχε καμωμένη γης Μαδιάμ ο Μόμμιος στα 147 π. Χ., την ξανάχτισε λαμπρή και μεγαλόπρεπη σαν και πρώτα,

    Enjoying the preview?
    Page 1 of 1